- αριστέλα
- (aristella). Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στην α. ανήκουν φυτά χρήσιμα για τη βόσκηση ζώων μεταξύ των οποίων η α. η βρωμοειδής, που φυτρώνει και στην Ελλάδα, σε ξηρά και άγονα εδάφη από τις παραθαλάσσιες περιοχές έως τα υψηλά βουνά. Το ύψος της κυμαίνεται από 0,5-1 μ. και έχει χοντρή θυσανωτή ρίζα. Τα φύλλα της είναι μακρουλά και κυλινδρωτά. Είναι πολύ κοινό φυτό στους θαμνότοπους.
Dictionary of Greek. 2013.